- καταγελάστως
- καταγέλαστοςridiculousadverbialκαταγέλαστοςridiculousmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταγέλαστος — η, ο (AM καταγέλα στος, ον) [καταγελώ] αυτός που είναι αντικείμενο χλευασμού, ο γελοίος (α. «σηκώθηκε να μιλήσει και έγινε καταγέλαστος» β. «φοβοῡμαι οὔ τι μὴ γελοῑα,... ἀλλὰ μὴ καταγέλαστα», Πλάτ.). επίρρ... καταγελάστως (Α) με καταγέλαστο τρόπο … Dictionary of Greek
ԾԱՂՐԱԼԻՑ — ( ) NBH 1 1004 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c ա. καταγέλαστος ridiculus. Լի ծաղու. յոյժ ծաղրական. ծիծաղելի. *Նոքա զծաղրալից երկիւղն ախտանային. Իմ. ՟Ժ՟Է. 8: *Եւ ոչ որպէս պղատոն, որ զծղրալից զվարս իմն հաստատէր: Քանզի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)